- εντυπωσιάζομαι
- εντυπωσιάζομαι, εντυπωσιάστηκα, εντυπωσιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χαζεύω — Ν [χαζός] 1. γίνομαι χαζός («είσαι στα καλά σου ή χάζεψες;») 2. χάσκω, σπαταλώ άσκοπα τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος 3. (μτβ.) παρακολουθώ κάτι ή βλέπω κάποιον απορροφημένος, με μεγάλη προσοχή («καθόμουν και σέ χάζευα πολλή ώρα») 4.… … Dictionary of Greek
θαμπώνομαι — θαμπώνομαι, θαμπώθηκα, θαμπωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: θαμπώνομαι : μόνο με την έννοια → εντυπωσιάζομαι, αφού το θαμπώνω έχει και ενεργητική και παθητική αξία (→ κάνω κάτι θαμπό ή γίνομαι θαμπός) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής